- παντώνια
- παντ-ώνια· παντοδαπά, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παντωνία — ἡ, Α η αγορά όλων τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὤνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] … Dictionary of Greek
παντώνιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «παντώνια παντοδαπά». [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + αιολ. κατάλ. ώνιος, αντίστοιχη τής οιος (πρβλ. αλλ ώνιος: άλλος, ετερ ώνιος: έτερος)] … Dictionary of Greek